- ἀσπάζεται
- ἀσπάζομαιwelcome kindlypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μαυρίκιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε μαζί με εβδομήντα στρατιώτες επί Μαξιμιανού στην Απαμεία. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου. 2. Ένας από 45 μάρτυρες που μαρτύρησαν στη Νικόπολη της Αρμενίας επί Λικινίου (307 323). Η … Dictionary of Greek
ορθόδοξος — η, ο (ΑΜ ὀρθόδοξος, ον) 1. αυτός που έχει ορθή θρησκευτική πίστη, αυτός που ακολουθεί το ορθό θρησκευτικό δόγμα 2. αυτός που έχει ορθή δοξασία, ορθή γνώμη, που ορθοφρονεί 3. (ως επίθ. και ως ουσ.) ο χριστιανός που ασπάζεται τα δόγματα τής… … Dictionary of Greek
CADAVERUM Cura — apud Romanos Graecosque. Corpus defuncti, postquam sollenni ritu oculi eius clausi essent, per intervalla conclamabatur primo, quod apud Graecos fiebat magnô aeneorum vasorum fragore, an ad Lemures Furiasque accendas, an ad iacentem, si forte… … Hofmann J. Lexicon universale
αγνωστικιστής — ο [αγνωστικισμός] 1. αυτός που ασπάζεται τη θεωρία τού αγνωστικισμού 2. (με ευρύτερη έννοια) αυτός που διατηρεί μία συνεχή αμφιβολία για την ύπαρξη ή για τη δυνατότητα να γνωσθεί ένας θεός ή οποιαδήποτε έσχατη αρχή 3. αυτός που αναφέρεται στον… … Dictionary of Greek
ακροαριστερός — ή ( ά), ό 1. αυτός που ανήκει πολιτικά ή ασπάζεται γενικά τις θέσεις τής άκρας αριστεράς 2. ως ουσ. ο ακροαριστερός ο οπαδός τής άκρας αριστεράς, υποστηρικτής ακραίων αριστερών απόψεων, υπερβολικά αριστερός, εξτρεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρο (ΙΙΙ)… … Dictionary of Greek
ακροδεξιός — ά, ό 1. αυτός που ανήκει πολιτικά ή ασπάζεται γενικά τις θέσεις τής άκρας δεξιάς 2. ως ουσ. ο ακροδεξιός ο οπαδός τής άκρας δεξιάς, υποστηρικτής ακραίων δεξιών απόψεων, υπερβολικά δεξιός, εξτρεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙΙ) + δεξιός (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ασπαστής — άσπαστής, ο (Μ) [ασπάζομαι] αυτός που ασπάζεται, που υποδέχεται φιλικά κάποιον … Dictionary of Greek
δειδίσκομαι — (Α) 1. απλώνω το χέρι για να υποδεχτώ κάποιον, χαιρετίζω («δεξιτερῇ δειδίσκετο χειρί») 2. επιδεικνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δειδίσκομαι πιθ. < *δη δε[κ] σκ, αναλογικά προς τα ρήματα σε ισκω, απαντά στην Οδύσσεια με τους τ. δειδισκόμενος, δειδίσκετο… … Dictionary of Greek
θεαρχικός — ή, ό (AM θεαρχικός ή, όν) [θεαρχία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεαρχία, ο κατ εξοχήν θείος νεοελλ. αυτός που ασπάζεται τη θεαρχία ως πολίτευμα, ο θεοκρατικός. επίρρ... θεαρχικῶς (AM) με θεαρχικό τρόπο … Dictionary of Greek
καλβινικός — ή, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Καλβίνο ή στον καλβινισμό 2. το αρσ. ως ουσ. καλβινικός καλβινιστής*, αυτός που ασπάζεται τις αρχές τού Καλβίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. calvinien < κύριο όν. Calvin… … Dictionary of Greek